- κούρντισμα
- τοβλ. κούρδισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κούρδισμα — και κούρντισμα και χόρδισμα, το [κουρδίζω] 1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου 2. η συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος 3. πείραμα … Dictionary of Greek
κούρδισμα — κούρδισμα, το και κούρντισμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουρδίζω, εναρμόνιση των χορδών μουσικού οργάνου, η συσπείρωση του ελατηρίου του ρολογιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)